- ξεσαμάρωτος
- η , ο развьюченный, рассёдланный;
§ γάιδαρος ξεσαμάρωτος — а) бесстыдный человек; — б) грубиян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ γάιδαρος ξεσαμάρωτος — а) бесстыдный человек; — б) грубиян
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσαμάρωτος — η, ο 1. το ζώο που δεν έχει σαμάρι. 2. μτφ., ο αφιλότιμος, ο αναιδής, ο αδιάντροπος, ο ξετσίπωτος: Είσαι γάιδαρος ξεσαμάρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσαμάρωτος — η, ο [ξεσαμαρώνω] 1. (για υποζύγιο) αυτός που δεν έχει σαμάρι 2. μτφ. (για πρόσ.) αναίσχυντος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek
άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει … Dictionary of Greek
ασαμάρωτος — η, ο ο ξεσαμάρωτος, αυτός που δεν φορά σαμάρι … Dictionary of Greek
ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ασαμάρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος: Τα μουλάρια ήταν στην αυλή, αλλά ασαμάρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)